ἁπλοσχήμων

ἁπλοσχήμων
ἁπλοσχήμων, ον,
A of simple form, Str.Chr.2.28.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • απλοσχήμων — ἁπλοσχήμων, ον (Α) αυτός που έχει απλό σχήμα ή μορφή …   Dictionary of Greek

  • απλός — ή, ό (AM ἁπλοῡς, ῆ, οῡν, Α κ. ἀπλόος η, ον)·) 1. μονός 2. ανεπιτήδευτος, απέριττος 3. (για πρόσωπα) ειλικρινής, άδολος, ευθύς νεοελλ. εύκολος, ευκολονόητος αρχ. 1. απόλυτος, πλήρης, απεριόριστος 2. καθαρός, αμιγής 3. ανεύθυνος, αναρμόδιος 4.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”